- χόρδα
- η, ΝΜβλ. χορδή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χορδά — χορδά̱ , χορδή guts fem nom/voc/acc dual χορδά̱ , χορδή guts fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδάν — χορδά̱ν , χορδή guts fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδάς — χορδά̱ς , χορδή guts fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιοχορδοφάσα — κοιλιοχορδοφάσα, ἡ (Μ) (για την αλεπού) αυτή που καταβροχθίζει κοιλιές και έντερα («μαγγαναρέα, μιαρή, κοιλιοχορδοφάσα», Διήγ. Παιδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλιό χορδα «κοιλιές και εντόσθια» + φάσα (< φαγούσα, θηλ. μτχ. αόρ. β ἔ φαγ ον τού τρώγω), τ … Dictionary of Greek
κόρδα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 94 μ., 258 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, στην πεδιάδα, 33 χλμ. ΒΑ της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελλάνων. * * * η (Μ κόρδα) 1. η χορδή μουσικού οργάνου, τόξου ή… … Dictionary of Greek
μιξεριφαρνογενής — μιξεριφαρνογενής, ές (Α) αυτός που προήλθε από μίξη εντέρων κατσικιού και αρνιού («μιξεριφαρνογενής χορδά», Φιλόξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγννμι */μείγνυμι + ἔριφος «κατσίκι» + ἀρήν, ἀρνός «αρνί» + γενής (< γένος)] … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek
ԱՂԻՔ — (աղեաց.) NBH 1 0040 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c (զորոյ զեզականն տե՛ս ʼի վեր՝ ԱՂԻ, աղւոյ.) σπλάγχνα , ἕντερον viscera, intestinum Ընդերք, մաշկեղէն խողովակ երկայն ոլորեալ ʼի փոր կենդանեաց՝ ընդունարան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)